- ευρωδολάρια
- ταδολάρια ΗΠΑ κατατεθειμένα σε τράπεζες εκτός τών Ηνωμένων Πολιτειών —και ειδικότερα στην Ευρώπη— τα οποία διατίθενται για διάφορες νομισματο-χρηματιστικές πράξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. eurodollars)].
Dictionary of Greek. 2013.